- αναμεταδότης
- ο [ἀναμεταδίδω] τεχνολ.ενισχυτής ή άλλη διάταξη που λαμβάνει εξασθενημένα σήματα και εκπέμπει ισχυρότερα αντίστοιχα σήματα με ή χωρίς ταυτόχρονη μεταβολή τού σχήματος τών κυματομορφών. Οι αναμεταδότες μπορεί να είναι μονής ή διπλής κατευθύνσεως και χρησιμοποιούνται στα συστήματα ασύρματης επικοινωνίας (τηλεφωνία, τηλεόραση κ.λπ.).
Dictionary of Greek. 2013.